Η αρνητική φήμη που συνοδεύει τον λαγοκέφαλο, λόγω των καταγεγραμμένων δηλητηριάσεων και επιθέσεων σε λουόμενους, συχνά συμπαρασύρει και τα υπόλοιπα ξενικά είδη. Κι όμως, στη συντριπτική τους πλειονότητα μπορούν να καταναλωθούν
Περισσότερα από 260 είναι πλέον τα ξενικά είδη που συναντώνται στις ελληνικές θάλασσες. Αναμφισβήτητα, τα φώτα της δημοσιότητας μαγνητίζει ο λαγοκέφαλος. ‘Αλλωστε, τα τελευταία χρόνια, είναι υπεύθυνος για ορισμένες, μεμονωμένες επιθέσεις σε λουόμενους –κυρίως στην Κρήτη– ενώ είναι γνωστό ότι η κατανάλωσή του μπορεί να οδηγήσει σε θάνατο. Η αρνητική φήμη που συνοδεύει τον λαγοκέφαλο, συχνά συμπαρασύρει και τα υπόλοιπα ξενικά είδη. Κι όμως, πρόκειται για είδη που στη συντριπτική τους πλειονότητα μπορούν να καταναλωθούν. Η αξιοποίηση των ξενικών ειδών από την αλιεία και τη βιομηχανία φαντάζει πλέον επιβεβλημένη προκειμένου εκτός των άλλων να ελεγχθεί ο πληθυσμός τους. ‘Αλλωστε, η κλιματική αλλαγή καθιστά δεδομένο ότι ξενικά είδη θα συνεχίσουν να φτάνουν και να ευημερούν στη χώρα μας.
«Ελλειψη φυσικών θηρευτών»
Σύμφωνα με όσα σχολίασε στην «Κ» η Παρασκευή Καραχλέ, διευθύντρια Ερευνών στο Ινστιτούτο Θαλάσσιων Βιολογικών Πόρων και Εσωτερικών Υδάτων του Ελληνικού Κέντρου Θαλασσίων Ερευνών (ΕΛΚΕΘΕ), ως ξενικά είδη ορίζονται «όσα βρίσκουμε πέραν της φυσικής γεωγραφικής τους εξάπλωσης, ως αποτέλεσμα ανθρωπογενών επιδράσεων». Τα περισσότερα από τα ξενικά είδη που βρίσκονται στην Ελλάδα, όπως εξήγησε η ίδια, «είναι ινδο-ειρηνικής προέλευσης και έχουν εισέλθει στη Μεσόγειο μέσω της διώρυγας του Σουέζ. Μετά την εγκατάστασή τους στην περιοχή της ανατολικής Μεσογείου, και κυρίως στην ευρύτερη περιοχή του Ισραήλ (Λεβαντίνη), σταδιακά εξαπλώνονται προς τα δυτικά και φτάνουν στις ελληνικές θάλασσες».
Αυτή η εξάπλωση στις ελληνικές θάλασσες δεν είναι πρόσφατο φαινόμενο. Βάσει της επιστημονικής βιβλιογραφίας, όπως εξήγησε η κ. Καραχλέ, «τα πρώτα ξενικά είδη στις ελληνικές θάλασσες καταγράφηκαν το 1894 και ήταν τα Halophyla stipucalea και Hypnea cornuta». Πλέον, ξενικά είδη συναντάμε σε όλες τις ελληνικές θάλασσες. Μεγαλύτεροι αριθμοί ειδών και βιομάζας καταγράφονται σύμφωνα με την ίδια «στην Κρήτη και τα Δωδεκάνησα. Αυτό κυρίως οφείλεται στην εγγύτητα αυτών των περιοχών με την ανατολική Μεσόγειο και επειδή εκεί η θερμοκρασία της θάλασσας είναι πιο υψηλή».
Μεγαλύτεροι αριθμοί ειδών και βιομάζας καταγράφονται στην Κρήτη και τα Δωδεκάνησα. Αυτό οφείλεται στην εγγύτητα αυτών των περιοχών με την ανατολική Μεσόγειο και επειδή εκεί η θερμοκρασία της θάλασσας είναι πιο υψηλή.
Κάποια από τα ξενικά είδη που βρίσκονται στις ελληνικές θάλασσες, είναι σύμφωνα με την κ. Καραχλέ, «καλά εγκατεστημένα και έχουν σχηματίσει μεγάλους πληθυσμούς». Σε ορισμένες περιπτώσεις, αυτό οφείλεται στη βιολογία τους: «Ο σαρδελόγαυρος που είναι ένα μικρό πελαγικό είδος, κάνει μεγάλα κοπάδια. Αντίστοιχα, το λεοντόψαρο αναπαράγεται με μεγάλους ρυθμούς». Η αφθονία κάποιων ειδών όπως ο λαγοκέφαλος, μπορεί να οφείλεται επίσης, σύμφωνα με την ίδια, στην έλλειψη φυσικών θηρευτών. (… Read more)