Επιστήμονες του Ινστιτούτου Βιολογικών Πόρων και Εσωτερικών Υδάτων του ΕΛΚΕΘΕ μιλούν στην «Κ» για το δίκτυο με τους 89 σταθμούς σε ποτάμια και λίμνες, που μετράνε τη στάθμη του νερού σε πραγματικό χρόνο και μπορούν να ειδοποιήσουν τις Αρχές έγκαιρα σε περίπτωση πλημμύρας
O κίνδυνος των πλημμυρών γίνεται έναν ολοένα και εντονότερος καθώς η κλιματική αλλαγή έχει οδηγήσει σε αύξηση των έντονων πλημμυρικών φαινομένων σε παγκόσμιο επίπεδο. Θύμα αυτής της πραγματικότητας είναι και η Ελλάδα, όπως έχουν δείξει μεταξύ άλλων τα πρόσφατα παραδείγματα του «Ιανού» και του «Daniel». Σύμφωνα με τους επιστήμονες, καλύτερος σύμμαχος σε αυτές τις περιστάσεις είναι η πρόγνωση της εξέλιξης του φαινομένου, για τη βέλτιστη αντιμετώπισή του. Σε αυτό το πλαίσιο, το Ινστιτούτο Βιολογικών Πόρων και Εσωτερικών Υδάτων (ΙΘΑΒΙΠΕΥ) του ΕΛΚΕΘΕ έχει δημιουργήσει το μεγαλύτερο δίκτυο αυτόματων σταθμών παρακολούθησης της ποιότητας και της ποσότητας των υδάτων σε ποτάμια και λίμνες της χώρας.
«Πληροφόρηση σε σχεδόν πραγματικό χρόνο
Σύμφωνα με όσα σχολίασε στην «Κ» η Μαρία Στουμπούδη, διευθύντρια του ΙΘΑΒΙΠΕΥ του ΕΛΚΕΘΕ, το δίκτυο «ουσιαστικά ξεκίνησε το 2001 όταν βάλαμε τον πρώτο σταθμό στη Ρόδο, μέσω του προγράμματος Life της Ε.Ε. Τα επόμενα είκοσι χρόνια συνεχίσαμε να το επεκτείνουμε, μέσω χρηματοδότησης από διάφορα ερευνητικά έργα που αναλαμβάνουμε».
Οπως εξήγησε από την πλευρά του στην «Κ» ο Ηλίας Δημητρίου, διευθυντής Ερευνών και επικεφαλής του τομέα Εσωτερικών Υδάτων του ΙΘΑΒΙΠΕΥ, το δίκτυο «περιλαμβάνει πλέον 89 σταθμούς που είναι εγκατεστημένοι σε κομβικά σημεία. Είναι ένα σύνολο από αυτόματους σταθμούς παρακολούθησης σε ποτάμια και λίμνες. Πρόκειται για αισθητήρες που μετράνε τη στάθμη του νερού αλλά και κάποια βασικά ποιοτικά στοιχεία, όπως το pH του νερού, την ηλεκτρική αγωγιμότητα, το διαλυμένο οξυγόνο και τη θερμοκρασία. Οι μετρήσεις αποστέλλονται τηλεμετρικά ανά ώρα, μέσω κινητής τηλεφωνίας στις εγκαταστάσεις του ΕΛΚΕΘΕ, όπου γίνεται μια επεξεργασία και εμφανίζονται σε σχεδόν πραγματικό χρόνο στην ιστοσελίδα του Ινστιτούτου».
«Το δίκτυο περιλαμβάνει πλέον 89 σταθμούς παρακολούθησης σε ποτάμια και λίμνες. Πρόκειται για αισθητήρες που μετράνε τη στάθμη του νερού αλλά και κάποια βασικά ποιοτικά στοιχεία».
Με αυτόν τον τρόπο, όπως εξήγησε ο ίδιος, «έχουμε πληροφόρηση σε ό,τι αφορά θέματα πλημμύρας, ξηρασίας και ρύπανσης υδάτων».
Ειδοποιήσεις για την έγκαιρη απομάκρυνση πληθυσμού
Παράλληλα, οι υδρομετρικοί σταθμοί «μπορούν να βοηθήσουν στην έγκαιρη ειδοποίηση πληθυσμών που κινδυνεύουν από πλημμύρα». Είναι ενδεικτικό ότι όπως εξήγησε ο κ. Δημητρίου, «οι σταθμοί μπορούν να στέλνουν ειδοποιήσεις όταν ξεπερνιούνται κάποια όρια ασφαλείας που έχουμε θέσει, όπως για παράδειγμα όταν ανεβαίνει πολύ η στάθμη και κινδυνεύει να πλημμυρίσει η περιοχή ή όταν πέσει η στάθμη κάτω από ένα όριο.
«Αντίστοιχα, αν υπάρξει υπέρβαση ορίου σε κάποια από τις άλλες παραμέτρους που έχουμε θέσει, όπως η ρύπανση, μπορεί να έρθει ειδοποίηση ότι κάτι συμβαίνει στη συγκεκριμένη περιοχή. Έπειτα, κάποιος θα πρέπει να πάει στο σημείο, να πάρει δείγμα και να διερευνήσει το πρόβλημα».
Επίσης, σύμφωνα με τον κ. Δημητρίου, «επειδή οι σταθμοί μετράνε πόσα κυβικά μέτρα νερού διέρχονται από κάθε σημείο ανά δευτερόλεπτο, μπορούν να συμβάλλουν στην καλύτερη οργάνωση της διαχείρισης των υδάτων και στον σχεδιασμό αντιπλημμυρικών έργων».
«Ειδικά στα μεγάλα ποτάμια, υπάρχει επαρκής χρόνος από τη στιγμή που θα δούμε να ανεβαίνει η στάθμη σε κάποιο σταθμό, μέχρι να δημιουργηθεί έντονο πλημμυρικό φαινόμενο. Οταν έχουμε διάφορους σταθμούς κατά μήκος του ποταμού, έχουμε τη δυνατότητα να προειδοποιήσουμε έγκαιρα».
Στόχος πλέον, σύμφωνα με όσα ανέφεραν στην «Κ» επιστήμονες του Ινστιτούτου, είναι η ενίσχυση και συντήρηση του δικτύου, ώστε να υπάρχει μια όσο το δυνατόν καλύτερη υδρολογική εικόνα για τα ποτάμια της χώρας.
Η περίπτωση του «Daniel» και η μη αξιοποίηση από αρμόδιους φορείς
Σε ό,τι αφορά συγκεκριμένα την περίπτωση του «Daniel», η κ. Στουμπούδη σχολίασε πως «στο Ινστιτούτο βλέπαμε τη στάθμη στους σταθμούς της Θεσσαλίας να ανεβαίνει συνεχώς, ενώ ορισμένοι από αυτούς βυθίστηκαν και σταμάτησαν να λειτουργούν. Επομένως γνωρίζαμε το ελάχιστο ύψος που είχε φτάσει το νερό. Χρειάστηκαν περίπου 40 ώρες να κατέβει το νερό από τα Τρίκαλα κοντά στη Λάρισα και πάνω από 70 ώρες για να φτάσει στα Τέμπη. Είναι μεγάλο χρονικό διάστημα για την Πολιτική Προστασία, ώστε να απομακρυνθούν πληθυσμοί ανθρώπων ή και να σωθεί μέρος του ζωικού κεφαλαίου».
Αλλωστε, όπως εξηγεί ο κ. Δημητρίου ήταν «μετά τον “Ιανό” και τον “Daniel” που κάποιοι φορείς ζήτησαν να δέχονται ειδοποίηση για ορισμένους σταθμούς.